- αμβλώψ
- ἀμβλώψ (-ῶπος), ο, η (Α)ο αμβλωπός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύς + -ωψ < ὄψ «μάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμβλώψ — masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλῶπας — ἀμβλώψ masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμβλῶπες — ἀμβλώψ masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινώψ — (ῶπος), ο, η (Α) (για τις Ερινύες) αυτός που έχει άγρια, φριχτά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + ωψ, ωπος < *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. όψ, οπός (πρβλ. αγχίλωψ, αμβλώψ κ.ά.)] … Dictionary of Greek